-
1 στάθμη
[статми] ουσ. Θ. отвес, лот, уровень,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στάθμη
-
2 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
3 метр
1. (единица длины) το μέτρο 2. (линейка, планка с делениями для измерения чего-л.) το μέτροο χάρακας (όργανο μέτρησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метр
-
4 уровень
уровень м 1) η στάθμη; высота над уровнем моря το ύψος πάνω από τη θάλασσα 2) (степень развития) το επίπεδο; жизненный \уровень το βιοτικό επίπεδο 3) полит.: встреча (переговоры, совещание) на высшем \уровеньне η συνάντηση (οι συνομιλίες, η διάσκεψη) κορυφής* * *м1) η στάθμηвысота́ над у́ровнем мо́ря — το ύψος πάνω από τη θάλασσα
2) ( степень развития) το επίπεδοжи́зненный у́ровень — το βιοτικό επίπεδο
3) полит.встре́ча (перегово́ры, совеща́ние) на вы́сшем у́ровне — η συνάντηση (οι συνομιλίες, η διάσκεψη) κορυφής
-
5 уровень
у́ров||еньм1. в разн. знач. ἡ στάθμη, τό ἐπίπεδο[ν]:голова мальчика оказалась на \уровеньне стола τό κεφάλι τοῦ παιδιοῦ ἡταν στό ὕψος τοῦ τραπεζιοὔ· \уровень воды ἡ στάθμη τών ὑδάτων выше (ниже) \уровеньня моря πάνω (κάτω) ἀπό τήν ἐπιφάνεια τής θάλασσης· \уровень знаний τό ἐπίπεδο[ν] τών γνώσεων \уровень· заработной платы τό ἐπίπε-δο[ν] τών μισθών культурный \уровень τό πολιτιστικό ἐπίπεδο· жизненный \уровень τό βιοτικό ἐπίπεδο· совещание на высоком \уровеньне συνδιάσκεψις κορυφής· на \уровеньне современных требований στό ἐπίπεδο πού ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονες ἀπαιτήσεις·2. (ватерпас) τό ἀλφάδι, τό νεροζύγι, ἡ ὑδροστάθμη, ὁ ὑδροστάτης. -
6 уровень
-вня α.1. στάθμη• επίπεδο-επιφάνεια•уровень воды η στάθμη του νερού•
над -ем моря πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
2. μτφ. βαθμός•низкий, высокий уровень жизни χαμηλό, υψηλό βιοτικό επίπεδο•
переговоры на уровень послов συνομιλίες σε επίπεδο πρεσβευτών•
совещание на высоком -е σύσκεψη κορυφής.
3. βλ. ватерпас.εκφρ.в уровень с чем – στο ίδιο ύψος ή επίπεδο με κάτι•быть (находить(ся) на -е – αντιστοιχώ. -
7 быки
мн. стр. (опора моста) το στήριγμα/μεσόβαθρο της γέφυραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > быки
-
8 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
9 вровень
στο ίδιο επίπεδοστην ίδια στάθμηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вровень
-
10 горизонт
1. (линия горизонта) о ορίζοντας, о ορίζων- της Γηςискусственный - (нвг.) τεχνητός -2. (горн., геол.) о ορίζοντας, το επίπεδο, η στάθμηисходный - (геод.) αρχικός -основной - горн. βασικός -промежуточный - горн. ενδιάμεσος -условный (геод.) - αναφοράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонт
-
11 нивелир
(геод.) η χωροστάθμητο αλφάδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нивелир
-
12 нуль-пункт
(геод.) το σημείο μηδέν, το σημείο του μηδενόςустанавливать уровень (нивелира) в - ρυθμίζω τη στάθμη (χωροβάτη) στο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль-пункт
-
13 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
14 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
15 полноводье
η φουσκωνεριά, η υψηλή στάθμη του νερού (στο ποτάμι, στη λίμνη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полноводье
-
16 вода
вод||аж τό νερό, τό ὕδωρ:дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ. -
17 отвес
отвесм1. тех. ἡ στάθμη, τό ἀλφάδι·2. (склон, направление) ἡ κλίση [-ις]:по \отвесу κάθετα, καθέτως. -
18 точка
точк||а I ж ἡ τελεία, ἡ στιγμή (тж. муз.)/ фиэ., мех., мат тж. перен τό σημείο[ν]:\точка с запятой ἡ ἄνω τελεία· \точка кипения (замерзания) τό σημείο βρασμοδ (πήξεως)· \точка опоры τό σημείο στήριξης, τό στήριγμα· исходная \точка ἡ ἀφετηρίά са́мая высокая \точка хребта τό ὑψηλότερο σημείο βουνοδ· ◊ \точка зрения ἡ ἄποψη [-ις]· попасть в (самую) \точкау βρίσκω τόν στόχο· вода́ достигла самой высокой \точкаи ἡ στάθμη той νεροῦ ἀνήλθε στό ἀνώτατο σημείο· дойти до \точкаи φθάνω στό κατακόρυφο, φτάνω στά ἔσχατα· сдвинуть дело с мертвой \точкаи κινώ (или προωθώ) μιά δουλειά· \точка в \точкау ἀκριβώς· ставить \точкау над «и» μιλώ ξεκάθαρα, ἀκριβολογώ, λέγω τήν κυριολεξία· огневая \точка воен. ἡ ἐστία πυρός.точка II ж (действие) τό ἀκόνισμα, τό τρόχισμα. -
19 отвес
[ατβιές/] οοσ. α στάθμη -
20 уровень
[ούραβιν"] ουσ. α. στάθμη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στάθμη — carpenter s line fem nom/voc sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres imperat act 2nd sg (doric) σταθμάω measure by rule pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθμῃ — στάθμη carpenter s line fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… … Dictionary of Greek
στάθμη — η 1. όργανο των χτιστών το οποίο αποτελείται από ένα νήμα κι ένα βαρίδι που είναι κρεμασμένο στο ένα άκρο του, αλφάδι, νήμα της στάθμης. 2. το ύψος της ελεύθερης επιφάνειας ενός υγρού: Φέτος δεν έβρεξε κι έπεσε η στάθμη της λίμνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενεργειακή στάθμη — Μία από τις επιτρεπόμενες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί ένα ατομικό ή μοριακό σύστημα. Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, η ενέργεια ενός ατόμου ή ενός μορίου (δηλαδή η ενέργεια που οφείλεται στην κίνηση και στις ηλεκτροστατικές… … Dictionary of Greek
στάθμαι — στάθμη carpenter s line fem nom/voc pl στάθμᾱͅ , στάθμη carpenter s line fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμᾶν — στάθμη carpenter s line fem gen pl (doric aeolic) σταθμάω measure by rule pres part act masc voc sg (doric aeolic) σταθμάω measure by rule pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σταθμάω measure by rule pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθμῶν — στάθμη carpenter s line fem gen pl σταθμάω measure by rule pres part act masc voc sg σταθμάω measure by rule pres part act neut nom/voc/acc sg σταθμάω measure by rule pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθμαις — στάθμη carpenter s line fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθμην — στάθμη carpenter s line fem acc sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σταθμάω measure by rule imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάθμης — στάθμη carpenter s line fem gen sg (attic epic ionic) σταθμάω measure by rule pres ind act 2nd sg σταθμάω measure by rule imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)